- οθνείος
- -α, -ο (ΑΜ ὀθνεῑος, -α, -ον, Α θηλ. και -ος)ξένος, ξενικός, αλλογενής, αλλοδαπός, αλλοεθνής (α. «οθνεία έθιμα» — έθιμα, ξενικά, κατ' απομίμηση ξένωνβ. «ὀθνεῑος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», Ευρ.)αρχ.1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος, μη κανονικός («ὀθνεία ποιότης», Γαλή ν.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀθνεῑαμάταια, αλλότρια».[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έθνος].
Dictionary of Greek. 2013.